- εκτελώνιση
- [-ις (-εως)] η , εκτελώνισμός ο исполнение таможенных формальностей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκτελώνιση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτελωνίζω, ο εκτελωνισμός, το σύνολο τών διατυπώσεων που ορίζουν οι νόμοι μέ τις οποίες εξάγωμε και παραλαμβάνουμε εμπορεύματα από το τελωνείο … Dictionary of Greek
εκτελώνιση — η το σύνολο των νόμιμων διατυπώσεων για την παραλαβή ή εξαγωγή εμπορευμάτων από το τελωνείο, εκτελωνισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκτελωνιστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκτελωνισμό, στην εκτελώνιση («εκτελωνιστικές εργασίες») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκτελωνιστικά τα έξοδα για την εκτελώνιση και ειδικά η αμοιβή τού εκτελωνιστή … Dictionary of Greek
εκτελωνιστικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτελώνιση εμπορευμάτων: Εκτελωνιστικό γραφείο. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εκτελωνιστικά η αμοιβή του εκτελωνιστή για την εκτελώνιση εμπορευμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκτελωνισμός — Το σύνολο των διαδικασιών και ενεργειών που απαιτούνται από τον νόμο, για την εισαγωγή προϊόντων από ξένη χώρα, μέσω τελωνείου. Στόχος των διαδικασιών και ενεργειών αυτών είναι –κατά κύριο λόγο– η είσπραξη των δασμών που έχει καθορίσει η πολιτεία … Dictionary of Greek
εκτελωνισμός — ο η εκτελώνιση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)